- πιστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῑ- τού πίνω* με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιστήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
πιστήριον — τὸ, Α [πιστήρ] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ποτιστήριον» … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek